- παλιντυπής
- πᾰλιν-τῠπής, ές,A beaten back, neut. as Adv., A.R. 3.1254.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλιντυπής — παλιντυπής, ές (Α) 1. αυτός που χτυπήθηκε από πίσω 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιντυπές με χτύπημα από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι τυπής] … Dictionary of Greek
παλιντυπές — παλιντυπής beaten back masc/fem voc sg παλιντυπής beaten back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek